ξιφοφόρος

ξιφοφόρος
ο
1. αυτός που φέρει ξίφος, που είναι οπλισμένος με ξίφος, ξιφηφόρος
2. ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τών θαλασσών τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -φόρος (< φέρω). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphophorus (< ξίφος + -φόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαχαιροφόρος — α, ο (Α μαχαιροφόρος, ον) αυτός που κρατάει μαχαίρι, ο οπλισμένος με μαχαίρι («τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος ἐκ πάσης Ἀσίας ἕπεται», Αισχύλ.) νεοελλ. ο μαχαιροβγάλτης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαχαιροφόρος ο οπλισμένος με πολεμική μάχαιρα, ο ξιφοφόρος 2 …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξιφηφόρος — ξιφηφόρος, ον (Α) 1. οπλισμένος με ξίφος 2. ως ουσ. α) ξιφοφόρος, στρατιώτης β) είδος κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + συνδετικό φωνήεν η (αντί τού ο για μετρικούς λόγους) + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”