- ξιφοφόρος
- ο1. αυτός που φέρει ξίφος, που είναι οπλισμένος με ξίφος, ξιφηφόρος2. ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τών θαλασσών τής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -φόρος (< φέρω). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphophorus (< ξίφος + -φόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.